- θλιμμός
- θλιμμός, ὁ (ΑΜ) [θλίβω]θλίψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θλιμμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιμμόν — θλιμμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek